Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
ЗАШИВ'АТЬ, зашиваю, зашиваешь. ·несовер. к зашить .
зашивать
ЗАШИВАТЬ, зашить что, стать, начать шить: чинить шитьем. -ся, быть зашиваемым. Зашиванье ср., ·длит. зашитие ·окончат. зашивка жен. зашив муж., ·об. действие по гл.
| Зашивка или зашивина жен. рубец, зашитое место, зачиненая прореха. Зашивной, зашитый, к зашивке относящийся. Зашивочный, к зашивке (в ·знач. действия) относящийся. Зашивковый, к зашивке (рубцу) относящийся. Зашиватель муж.-ницажен. зашивала, зашивщик муж. кто приставлен для зашивки чего, напр. тюков, кулей. Зашивок муж. тючок, посылка, что-либо зашитое в оболочку.
зашивать
несов. перех.
1) а) Соединять, скреплять швом, устраняя отверстие, дыру (в одежде, обуви и т.п.).
б) Соединив, скреплять нитками, скрепками края ран, порезов и т.п.; накладывать швы.
2) Поместив во что-л. или обернув чем-л., скреплять швом края упаковки.
3) Обивать досками, тесом и т.п.